άδεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άδεια | οι | άδειες |
| γενική | της | άδειας | των | αδειών |
| αιτιατική | την | άδεια | τις | άδειες |
| κλητική | άδεια | άδειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- άδεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄδεια, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική permission, permis, licence [1]
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /ˈa.ði.a/ χωρίς συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δει‐α
Ουσιαστικό
άδεια θηλυκό
- η συμφωνία, η συγκατάνευση ώστε κάποιος να προχωρήσει σε μια ενέργεια
- κρατικό έγγραφο που επιτρέπει στον κάτοχό του να ασκήσει ένα επάγγελμα ή να οδηγήσει ένα όχημα
- η παραχώρηση του δικαιώματος να απουσιάσει κάποιος από τη δουλειά του ή την υπηρεσία του
- το χρονικό διάστημα των διακοπών
- (πληροφορική) permission: για χρήστες και αρχεία:
- το δικαίωμα χρήστη
- ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε ένα αρχείο για το ποια κατηγορία χρηστών μπορεί να το διαβάσει, γράψει ή εκτελέσει
Μεταφράσεις
άδεια
πληροφορική
Ετυμολογία 2
- άδεια: κλιτικός τύπος
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /ˈa.ðʝa/ με συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐δεια
- τονικό παρώνυμο: αδειά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άδεια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άδειος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άδειο
Αναφορές
- άδεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.