σημαιοστολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σημαιοστολισμός οι σημαιοστολισμοί
      γενική του σημαιοστολισμού των σημαιοστολισμών
    αιτιατική τον σημαιοστολισμό τους σημαιοστολισμούς
     κλητική σημαιοστολισμέ σημαιοστολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημαιοστολισμός < σημαιοστολίζω + -ισμός

Ουσιαστικό

σημαιοστολισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.