έμβλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμβλημα τα εμβλήματα
      γενική του εμβλήματος των εμβλημάτων
    αιτιατική το έμβλημα τα εμβλήματα
     κλητική έμβλημα εμβλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έμβλημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔμβλημα (κάτι ένθετο) < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική emblème < λατινική emblema < {{etym|grc-koi|el|ἔμβλημα{{)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɱ.vli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμβλημα

Ουσιαστικό

έμβλημα ουδέτερο

  1. συμβολικό διακριτικό σχήμα
     συνώνυμα: σήμα, σύμβολο
  2. (κατ’ επέκταση) φράση με επιγραμματικό και διακριτικό χαρακτήρα
  3. (κατ’ επέκταση) φράση ή ρητό που μας εκφράζει, που συμπυκνώνει τα πιστεύω μας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.