ταξί
Νέα ελληνικά (el)

Κίτρινα ταξί στην Αθήνα.
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ταξί ουδέτερο, άκλιτο
- αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου
- Σαράντα έξι οδηγοί ταξί συνελήφθησαν το τελευταίο 48ωρο από αστυνομικούς της Τροχαίας Αττικής, κατά τη διάρκεια στοχευμένων ελέγχων, για παρεμβάσεις στα ταξίμετρα και τις ταμειακές μηχανές. (...) Δύο από αυτούς είχαν τοποθετήσει ειδικές συνδεσμολογίες, με τις οποίες «φούσκωναν» το αναγραφόμενο στο ταξίμετρο χρηματικό ποσό. (*)
Σύνθετα
Σημειώσεις
- Στον πληθυντικό απαντά και ο λαϊκός-λαϊκότροπος τύπος τα ταξιά.
Μεταφράσεις
ταξί
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.