παραιτούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραιτούμαι < αρχαία ελληνική < παρά + αιτούμαι.

Ρήμα

παραιτούμαι

  1. εγκαταλείπω εκούσια τη δουλειά μου
    Του είπα πως είναι απαράδεκτο να με πληρώνουν μόνο 500 ευρώ, ενώ δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ. Αμέσως μετά τον ενημέρωσα πως παραιτούμαι.
  2. εγκαταλείπω μια προσπάθεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.