switch
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- switch < ίσως (άμεσο δάνειο) μέση ολλανδική swijch. Το ρήμα μαρτυρείται από το 1610, το ουσιαστικό από το 1590.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /swɪtʃ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| switch | switches |
switch (en)
- (ηλεκτρολογία) ο διακόπτης
- υπώνυμα: rocker switch
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) το κλειδί του σιδηροδρόμου
- η, μία, κάποια μεταβολή
- η βέργα σωματικής τιμωρίας
- (τεχνολογία) αντάπτορας που συνδέεται σε μία είσοδο συσκευής εξόδου όμως δέχεται σήμα από πολλές διαφορετικές πηγές μία εκ των οποίων και επιλέγει
- (επιστήμη υπολογιστών) (ή command-line switch) συνώνυμο του flag
- (δίκτυο υπολογιστών) μεταγωγέας
- υπερώνυμο: network device
- δείτε επίσης: network switch στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
| ενεστώτας | switch |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | switches |
| αόριστος | switched |
| παθητική μετοχή | switched |
| ενεργητική μετοχή | switching |
switch (en)
Συνώνυμα
Παράγωγα
Πολυλεκτικοί όροι
Αναφορές
- switch - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- (αγγλικά) Define and Access the Database. Πρόσβαση 2020-09-23.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.