διευθυντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διευθυντής οι διευθυντές
& διευθυντάδες**
      γενική του διευθυντή
& διευθυντού*
των διευθυντών
& διευθυντάδων
    αιτιατική τον διευθυντή τους διευθυντές
& διευθυντάδες
     κλητική διευθυντή
& διευθυντά*
διευθυντές
& διευθυντάδες
* λόγιος τύπος σε επίσημο ή ειρωνικό ύφος λόγου
** οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι
Κατηγορία όπως «καθηγητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διευθυντής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική directeur[1] < διευθύνω < διά (δι-) + αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς

Ουσιαστικό

διευθυντής αρσενικό (θηλυκό διευθύντρια)

Συγγενικά

(ιδιωματικό) διαφιντής

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διευθυντής οἱ διευθυνταί
      γενική τοῦ διευθυντοῦ τῶν διευθυντῶν
      δοτική τῷ διευθυντ τοῖς διευθυνταῖς
    αιτιατική τὸν διευθυντήν τοὺς διευθυντᾱ́ς
     κλητική ! διευθυντᾰ́ διευθυνταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διευθυντᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διευθυνταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διευθυντής < διά (δι-) + αρχαία ελληνική εὐθύν(ω) + -τής

Ουσιαστικό

διευθυντής αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) ελεγκτής
  2. (ελληνιστική κοινή) λογιστής

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.