ποδήρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ποδήρης | η | ποδήρης | το | ποδήρες |
| γενική | του | ποδήρους* | της | ποδήρους | του | ποδήρους |
| αιτιατική | τον | ποδήρη | την | ποδήρη | το | ποδήρες |
| κλητική | ποδήρη(ς) | ποδήρης | ποδήρες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ποδήρεις | οι | ποδήρεις | τα | ποδήρη |
| γενική | των | ποδήρων | των | ποδήρων | των | ποδήρων |
| αιτιατική | τους | ποδήρεις | τις | ποδήρεις | τα | ποδήρη |
| κλητική | ποδήρεις | ποδήρεις | ποδήρη | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ποδήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδήρης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόδι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ποδηρεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ποδήρης | τὸ | ποδῆρες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ποδήρους | τοῦ | ποδήρους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ποδήρει | τῷ | ποδήρει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ποδήρη | τὸ | ποδῆρες | ||
| κλητική ὦ! | ποδῆρες | ποδῆρες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ποδήρεις | τὰ | ποδήρη | ||
| γενική | τῶν | ποδήρων | τῶν | ποδήρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ποδήρεσῐ(ν) | τοῖς | ποδήρεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ποδήρεις | τὰ | ποδήρη | ||
| κλητική ὦ! | ποδήρεις | ποδήρη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδήρει | τὼ | ποδήρει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποδήροιν | τοῖν | ποδήροιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ποδήρης, -ης, -ες
Πηγές
- ποδήρης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποδήρης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.