ποδήρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποδήρης η ποδήρης το ποδήρες
      γενική του ποδήρους* της ποδήρους του ποδήρους
    αιτιατική τον ποδήρη την ποδήρη το ποδήρες
     κλητική ποδήρη(ς) ποδήρης ποδήρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποδήρεις οι ποδήρεις τα ποδήρη
      γενική των ποδήρων των ποδήρων των ποδήρων
    αιτιατική τους ποδήρεις τις ποδήρεις τα ποδήρη
     κλητική ποδήρεις ποδήρεις ποδήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποδήρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδήρης

Επίθετο

ποδήρης, -ης, -ες

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πόδι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ποδηρεσ-
ονομαστική / ποδήρης τὸ ποδῆρες
      γενική τοῦ/τῆς ποδήρους τοῦ ποδήρους
      δοτική τῷ/τῇ ποδήρει τῷ ποδήρει
    αιτιατική τὸν/τὴν ποδήρη τὸ ποδῆρες
     κλητική ! ποδῆρες ποδῆρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ποδήρεις τὰ ποδήρη
      γενική τῶν ποδήρων τῶν ποδήρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ποδήρεσ(ν) τοῖς ποδήρεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ποδήρεις τὰ ποδήρη
     κλητική ! ποδήρεις ποδήρη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποδήρει τὼ ποδήρει
      γεν-δοτ τοῖν ποδήροιν τοῖν ποδήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποδήρης < (πούς) ποδ- + -ήρης[1] (ἀραρίσκω)

Επίθετο

ποδήρης, -ης, -ες

  1. (για ρούχο) μακρύς μέχρι τον αστράγαλο (πέπλο, χιτώνας, μανδύας)
  2. για κάθε τι που φτάνει μέχρι τα πόδια
    ποδήρης ἀσπίς] (μεγάλη, που καλύπτει όλο το σώμα)
  3. (για πλοία) με κουπιά
    ναῦς ποδήρης
  4. σταθερός, γερός, με βάση
    στῦλος ποδήρης

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.