ὑπόδημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὑπόδημᾰ | τὰ | ὑποδήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ὑποδήμᾰτος | τῶν | ὑποδημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ὑποδήμᾰτῐ | τοῖς | ὑποδήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ὑπόδημᾰ | τὰ | ὑποδήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ὑπόδημᾰ | ὑποδήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποδήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑποδημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὑπόδημα < ὑποδέω + -μα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: υπόδημα
- → δείτε τις λέξεις σκῦτος και σκυτοτόμος & παράγωγα
Πηγές
- ὑπόδημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόδημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.