πηδόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πηδόν τὰ πηδᾰ́
      γενική τοῦ πηδοῦ τῶν πηδῶν
      δοτική τῷ πηδ τοῖς πηδοῖς
    αιτιατική τὸ πηδόν τὰ πηδᾰ́
     κλητική ! πηδόν πηδᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηδώ
γεν-δοτ τοῖν  πηδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηδόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

Ουσιαστικό

πηδόν ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) το πλατύ μέρος του κουπιού
  2. (κατ’ επέκταση) το κουπί
  3. (πληθυντικός) πηδά: πηδάλια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.