ποδιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ποδιαῖος | ἡ | ποδιαίᾱ | τὸ | ποδιαῖον |
| γενική | τοῦ | ποδιαίου | τῆς | ποδιαίᾱς | τοῦ | ποδιαίου |
| δοτική | τῷ | ποδιαίῳ | τῇ | ποδιαίᾳ | τῷ | ποδιαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ποδιαῖον | τὴν | ποδιαίᾱν | τὸ | ποδιαῖον |
| κλητική ὦ! | ποδιαῖε | ποδιαίᾱ | ποδιαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ποδιαῖοι | αἱ | ποδιαῖαι | τὰ | ποδιαῖᾰ |
| γενική | τῶν | ποδιαίων | τῶν | ποδιαίων | τῶν | ποδιαίων |
| δοτική | τοῖς | ποδιαίοις | ταῖς | ποδιαίαις | τοῖς | ποδιαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ποδιαίους | τὰς | ποδιαίᾱς | τὰ | ποδιαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ποδιαῖοι | ποδιαῖαι | ποδιαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδιαίω | τὼ | ποδιαίᾱ | τὼ | ποδιαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ποδιαίοιν | τοῖν | ποδιαίαιν | τοῖν | ποδιαίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ποδιαῖος < πούς
Επίθετο
ποδιαῖος, -α, -ον
- ποδιεῖος
Πηγές
- ποδιαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποδιαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.