ταχύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχύτητα οι ταχύτητες
      γενική της ταχύτητας των ταχυτήτων
    αιτιατική την ταχύτητα τις ταχύτητες
     κλητική ταχύτητα ταχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ουσιαστικό

ταχύτητα θηλυκό

  1. (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος που ισούται με την απόσταση που διανύει ένα κινούμενο σώμα στη μονάδα του χρόνου
    το αυτοκίνητο έτρεχε με ταχύτητα 50 χιλιόμετρα την ώρα
  2. η ιδιότητα του γρήγορου, η γρηγοράδα
  3. μηχανισμός μετάδοσης της κίνησης σε κινητήρες αυτοκινήτων, μοτοσικλετών
    ο οδηγός έβαλε την πρώτη ταχύτητα και ξεκίνησε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.