μόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μόνος η μόνη το μόνο
      γενική του μόνου της μόνης του μόνου
    αιτιατική τον μόνο τη μόνη το μόνο
     κλητική μόνε μόνη μόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μόνοι οι μόνες τα μόνα
      γενική των μόνων των μόνων των μόνων
    αιτιατική τους μόνους τις μόνες τα μόνα
     κλητική μόνοι μόνες μόνα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μόνος < αρχαία ελληνική μόνος < πρωτοελληνική *monwo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός)

Επίθετο

μόνος, -η, -ο

  1. (χωρίς άρθρο) ολομόναχος, δίχως συντροφιά ή βοήθεια· δείτε και την αντωνυμία παρακάτω
    • έμεινε μόνος στη ζωή
  2. (με άρθρο) ο μοναδικός
    • ο Κώστας ήταν ο μόνος που έτρεξε να βοηθήσει

Μεταφράσεις

Αντωνυμία

μόνος, -η, -ο και μου, σου, του, μας, σας, τους

  • (οριστική αντωνυμία) χωρίς συνοδεία ή βοήθεια (Ξεχωρίζει από το επίθετο επειδή αφ' ενός δεν έχει ποτέ άρθρο, αφ' ετέρου συνοδεύεται πάντα από το "μου", "σου", "του", ή "μας", "σας", "τους", δηλαδή από τους αδύνατους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών)
  • πρέπει να βρεις τη λύση μόνος σου
  • το έκανε από μόνος του

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μόνος < πρωτοελληνική *monwo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός)

Επίθετο

μόνος, -η, ον

  1. μονάχος
  2. μοναδικός

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.