μόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μόνος | η | μόνη | το | μόνο |
| γενική | του | μόνου | της | μόνης | του | μόνου |
| αιτιατική | τον | μόνο | τη | μόνη | το | μόνο |
| κλητική | μόνε | μόνη | μόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μόνοι | οι | μόνες | τα | μόνα |
| γενική | των | μόνων | των | μόνων | των | μόνων |
| αιτιατική | τους | μόνους | τις | μόνες | τα | μόνα |
| κλητική | μόνοι | μόνες | μόνα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μόνος < αρχαία ελληνική μόνος < πρωτοελληνική *monwo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός)
Επίθετο
μόνος, -η, -ο
Μεταφράσεις
Αντωνυμία
μόνος, -η, -ο και μου, σου, του, μας, σας, τους
- (οριστική αντωνυμία) χωρίς συνοδεία ή βοήθεια (Ξεχωρίζει από το επίθετο επειδή αφ' ενός δεν έχει ποτέ άρθρο, αφ' ετέρου συνοδεύεται πάντα από το "μου", "σου", "του", ή "μας", "σας", "τους", δηλαδή από τους αδύνατους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών)
- πρέπει να βρεις τη λύση μόνος σου
- το έκανε από μόνος του
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μόνος < πρωτοελληνική *monwo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (μικρός)
Σύνθετα
- μοναρχία
- μόνιππος
- μονογενής
- μονόδους (με ένα δόντι)
- μονοειδής (ομοιόμορφος, απλός)
- μονόκλαυτος (που τον θρηνεί μόνον ένας)
- μονόκωπος (με ένα κουπί)
- μονόλιθος
- μονομάχος
- μονοκοιτέω (μόνος στο κρεβάτι μου)
- μονομήτωρ (στερημένος μητρός)
- μονόπαις (μοναχογιός)
- μονόσκηπτρος (αυταρχικός)
- μονότεκνος (που έχει ένα παιδί)
- μονότροπος (μονήρης, μοναχικός)
- μονόφρουρος (ο μοναδικός φρουρός)
- μονόφθαλμος
- μονόψηφος (που αποφασίζει μόνος του)
- μονωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.