πέζα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέζα < πέδον (πέδjα) ή πούς

Ουσιαστικό

πέζα θηλυκό

  1. πόδι
  2. βάση
  3. άκρο, το τέλος ενός σώματος
    πέζα ἠπείροιο (η ακτογραμμή, το τέλος της ξηράς)
  4. κράσπεδο
  5. πιθανόν αρκαδικός τύπος για τη λέξη πούς
  • δωρικός τύπος του πούς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.