πέδιλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πέδιλον τὰ πέδιλ
      γενική τοῦ πεδίλου τῶν πεδίλων
      δοτική τῷ πεδίλ τοῖς πεδίλοις
    αιτιατική τὸ πέδιλον τὰ πέδιλ
     κλητική ! πέδιλον πέδιλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεδίλω
γεν-δοτ τοῖν  πεδίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέδιλον, ήδη μυκηναϊκή 𐀟𐀇𐀫 (pe-di-ro, δυϊκός αριθμός: πεδίλω). Θέμα πεδ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ped- + -ιλον (ουδέτερο του -ιλος[1]

Ουσιαστικό

πέδιλον ουδέτερο

  1. (υπόδηση) το σανδάλι, το πέδιλο
  2. κάθε υπόδημα, ακόμα κι αν κάλυπτε όλο το πόδι έως το γόνατο
  3. (μεταφορικά) μέτρο, ρυθμός ή ίσως μόνον ο δωρικός, για όποιον έγραφε σε δωρικό ρυθμό

Εκφράσεις

  • ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν (:να μπεις στη θέση του άλλου -Πίνδαρος)

Σύνθετα

  • τριπέδιλον
  • καλοπέδιλον

Συγγενικά

  •  δείτε  πέδον, πούς & άλλα ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα ρίζα *ped-

Αναφορές

  1. πέδιλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.