ἀνδράποδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
επικοί τύποι
ονομαστική τὸ ἀνδράποδον τὰ ἀνδράποδ
      γενική τοῦ ἀνδραπόδου τῶν ἀνδραπόδων
      δοτική τῷ ἀνδραπόδ τοῖς ἀνδραπόδοις ἀνδραπόδεσσι
    αιτιατική τὸ ἀνδράποδον τὰ ἀνδράποδ
     κλητική ! ἀνδράποδον ἀνδράποδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνδραπόδω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνδραπόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνδράποδον < ἀνήρ, ἀνδρ-ά- +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   πιθανότατα σε αντιδιαστολή προς το τετράποδον

Ουσιαστικό

ἀνδράποδον αρσενικό

  1. δούλος ο οποίος είχε αιχμαλωτιστεί
  2. δουλοπρεπής

Συγγενικά

  • ἀνδραποδήτοι
  • ἀνδραπόδιον
  • ἀνδραπόδισις
  • ἀνδραποδισμός
  • ἀνδραποδιστήριος
  • ἀνδραποδιστής
  • ἀνδραποδιστικός
  • ἀνδραποδίζω
  • ἀνδραποδοκάπηλος
  • ἀνδραποδοκλέπτης
  • ἀνδραποδοκλόπος
  • ἀνδραποδώδης
  • ἀνδραποδωδία
  • ἀνδραποδώνης
  • ἀνδραποδωνία
  • ἐξανδραπόδισις
  • ἐξανδραποδισμός
  • ἐξανδραποδιστής
  • ἐξανδραποδίζω
  • κατανδραποδίζω
  • προσεξανδραποδίζομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.