ἀνδράποδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| επικοί τύποι | ||||||
| ονομαστική | τὸ | ἀνδράποδον | τὰ | ἀνδράποδᾰ | ||
| γενική | τοῦ | ἀνδραπόδου | τῶν | ἀνδραπόδων | ||
| δοτική | τῷ | ἀνδραπόδῳ | τοῖς | ἀνδραπόδοις | ἀνδραπόδεσσι | |
| αιτιατική | τὸ | ἀνδράποδον | τὰ | ἀνδράποδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνδράποδον | ἀνδράποδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνδραπόδω | ||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνδραπόδοιν | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνδράποδον < ἀνήρ, ἀνδρ-ά- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; πιθανότατα σε αντιδιαστολή προς το τετράποδον
Συγγενικά
- ἀνδραποδήτοι
- ἀνδραπόδιον
- ἀνδραπόδισις
- ἀνδραποδισμός
- ἀνδραποδιστήριος
- ἀνδραποδιστής
- ἀνδραποδιστικός
- ἀνδραποδίζω
- ἀνδραποδοκάπηλος
- ἀνδραποδοκλέπτης
- ἀνδραποδοκλόπος
- ἀνδραποδώδης
- ἀνδραποδωδία
- ἀνδραποδώνης
- ἀνδραποδωνία
- ἐξανδραπόδισις
- ἐξανδραποδισμός
- ἐξανδραποδιστής
- ἐξανδραποδίζω
- κατανδραποδίζω
- προσεξανδραποδίζομαι
Πηγές
- ἀνδράποδον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδράποδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.