ποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποδίζω < μεσαιωνική ελληνική ποδίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πούς
Ρήμα
ποδίζω
- (ναυτικός όρος) βρίσκω προσωρινό καταφύγιο από την κακοκαιρία
- (ναυτικός όρος) απομακρύνομαι από την κατεύθυνση του ανέμου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ποδίζω | πόδιζα | θα ποδίζω | να ποδίζω | ποδίζοντας | |
| β' ενικ. | ποδίζεις | πόδιζες | θα ποδίζεις | να ποδίζεις | πόδιζε | |
| γ' ενικ. | ποδίζει | πόδιζε | θα ποδίζει | να ποδίζει | ||
| α' πληθ. | ποδίζουμε | ποδίζαμε | θα ποδίζουμε | να ποδίζουμε | ||
| β' πληθ. | ποδίζετε | ποδίζατε | θα ποδίζετε | να ποδίζετε | ποδίζετε | |
| γ' πληθ. | ποδίζουν(ε) | πόδιζαν ποδίζαν(ε) |
θα ποδίζουν(ε) | να ποδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πόδισα | θα ποδίσω | να ποδίσω | ποδίσει | ||
| β' ενικ. | πόδισες | θα ποδίσεις | να ποδίσεις | πόδισε | ||
| γ' ενικ. | πόδισε | θα ποδίσει | να ποδίσει | |||
| α' πληθ. | ποδίσαμε | θα ποδίσουμε | να ποδίσουμε | |||
| β' πληθ. | ποδίσατε | θα ποδίσετε | να ποδίσετε | ποδίστε | ||
| γ' πληθ. | πόδισαν ποδίσαν(ε) |
θα ποδίσουν(ε) | να ποδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ποδίσει | είχα ποδίσει | θα έχω ποδίσει | να έχω ποδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ποδίσει | είχες ποδίσει | θα έχεις ποδίσει | να έχεις ποδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ποδίσει | είχε ποδίσει | θα έχει ποδίσει | να έχει ποδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ποδίσει | είχαμε ποδίσει | θα έχουμε ποδίσει | να έχουμε ποδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ποδίσει | είχατε ποδίσει | θα έχετε ποδίσει | να έχετε ποδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ποδίσει | είχαν ποδίσει | θα έχουν ποδίσει | να έχουν ποδίσει |
| |
Μεταφράσεις
ποδίζω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ποδίζω < πούς
Ρήμα
ποδίζω
Πηγές
- ποδίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ποδίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.