τετραποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τετραποδισμός | οι | τετραποδισμοί |
| γενική | του | τετραποδισμού | των | τετραποδισμών |
| αιτιατική | τον | τετραποδισμό | τους | τετραποδισμούς |
| κλητική | τετραποδισμέ | τετραποδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τετραποδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τετραποδισμός αρσενικό
- βάδισμα σε τέσσερα άκρα
- (μεταφορικά) η ζωώδης συμπεριφορά ανθρώπου
Μεταφράσεις
τετραποδισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.