τετραποδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραποδισμός οι τετραποδισμοί
      γενική του τετραποδισμού των τετραποδισμών
    αιτιατική τον τετραποδισμό τους τετραποδισμούς
     κλητική τετραποδισμέ τετραποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραποδισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τετραποδισμός αρσενικό

  1. βάδισμα σε τέσσερα άκρα
  2. (μεταφορικά) η ζωώδης συμπεριφορά ανθρώπου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.