πρόχειρα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πρόχειρα
<
πρόχειρ(ος)
+
-α
Επίρρημα
πρόχειρα
με
πρόχειρο
τρόπο
, χωρίς μεγάλη
προσοχή
προχείρως
Συνώνυμα
απρόσεχτα
αυτοσχέδια
βιαστικά
εκ των ενόντων
Μεταφράσεις
πρόχειρα
αγγλικά
:
haphazardly
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.