τριποδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τριποδίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

τριποδίζω

  1. (για άλογα) πηγαίνω με τριποδισμό
  2. (για αναβάτες) εκτελώ τριποδισμό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.