βαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαδίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαδίζω < βάδην < βαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐δί‐ζω
Ρήμα
βαδίζω, αόρ.: βάδισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- βάδην (επίρρημα)
- βάδην
- βάδιση
- βάδισμα
- βαδιστής, βαδίστρια
- θεοβάδιστος
- πλαγιοβάδιση
- προβάδισμα
- συμβαδίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βαδίζω | βάδιζα | θα βαδίζω | να βαδίζω | βαδίζοντας | |
| β' ενικ. | βαδίζεις | βάδιζες | θα βαδίζεις | να βαδίζεις | βάδιζε | |
| γ' ενικ. | βαδίζει | βάδιζε | θα βαδίζει | να βαδίζει | ||
| α' πληθ. | βαδίζουμε | βαδίζαμε | θα βαδίζουμε | να βαδίζουμε | ||
| β' πληθ. | βαδίζετε | βαδίζατε | θα βαδίζετε | να βαδίζετε | βαδίζετε | |
| γ' πληθ. | βαδίζουν(ε) | βάδιζαν βαδίζαν(ε) |
θα βαδίζουν(ε) | να βαδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βάδισα | θα βαδίσω | να βαδίσω | βαδίσει | ||
| β' ενικ. | βάδισες | θα βαδίσεις | να βαδίσεις | βάδισε | ||
| γ' ενικ. | βάδισε | θα βαδίσει | να βαδίσει | |||
| α' πληθ. | βαδίσαμε | θα βαδίσουμε | να βαδίσουμε | |||
| β' πληθ. | βαδίσατε | θα βαδίσετε | να βαδίσετε | βαδίστε | ||
| γ' πληθ. | βάδισαν βαδίσαν(ε) |
θα βαδίσουν(ε) | να βαδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βαδίσει | είχα βαδίσει | θα έχω βαδίσει | να έχω βαδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βαδίσει | είχες βαδίσει | θα έχεις βαδίσει | να έχεις βαδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βαδίσει | είχε βαδίσει | θα έχει βαδίσει | να έχει βαδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βαδίσει | είχαμε βαδίσει | θα έχουμε βαδίσει | να έχουμε βαδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βαδίσει | είχατε βαδίσει | θα έχετε βαδίσει | να έχετε βαδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βαδίσει | είχαν βαδίσει | θα έχουν βαδίσει | να έχουν βαδίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βαδίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαδίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.