τριποδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τριποδίᾱ | αἱ | τριποδίαι | ||||
| γενική | τῆς | τριποδίᾱς | τῶν | τριποδιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | τριποδίᾳ | ταῖς | τριποδίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | τριποδίᾱν | τὰς | τριποδίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | τριποδίᾱ | τριποδίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριποδίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριποδίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- τριποδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.