πόδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πόδας | οι | πόδες |
| γενική | του | πόδα | των | ποδών |
| αιτιατική | τον | πόδα | τους | πόδες |
| κλητική | πόδα | πόδες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς από την αιτιατική πόδα
- για τη γεωμετρία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pied [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.ðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐δας
Ουσιαστικό
πόδας αρσενικό
Μεταφράσεις
πόδας
|
|
Αναφορές
- πόδας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.