ξινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξινός | η | ξινή | το | ξινό |
| γενική | του | ξινού | της | ξινής | του | ξινού |
| αιτιατική | τον | ξινό | την | ξινή | το | ξινό |
| κλητική | ξινέ | ξινή | ξινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξινοί | οι | ξινές | τα | ξινά |
| γενική | των | ξινών | των | ξινών | των | ξινών |
| αιτιατική | τους | ξινούς | τις | ξινές | τα | ξινά |
| κλητική | ξινοί | ξινές | ξινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξινός < ελληνιστική κοινή ὄξινος < ελληνιστική κοινή ὄξος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐νός
Επίθετο
ξινός, -ή, -ό
- ξυνός (παρωχημένη)
Εκφράσεις
- μου βγήκε ξινό: κάτι που αρχικά ήταν ευχάριστο, αλλά είχε άσχημη κατάληξη
- περσινά ξινά σταφύλια: κάτι που έχει παρέλθει κι έχει ξεχαστεί
Συγγενικά
- ξινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξινο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
ξινός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.