ξινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξινός η ξινή το ξινό
      γενική του ξινού της ξινής του ξινού
    αιτιατική τον ξινό την ξινή το ξινό
     κλητική ξινέ ξινή ξινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξινοί οι ξινές τα ξινά
      γενική των ξινών των ξινών των ξινών
    αιτιατική τους ξινούς τις ξινές τα ξινά
     κλητική ξινοί ξινές ξινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξινός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξινός < ελληνιστική κοινή ὄξινος < ελληνιστική κοινή ὄξος

Προφορά

ΔΦΑ : /ksiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξινός

Επίθετο

ξινός, ,

  1. που έχει γεύση όξινη, καθώς περιέχει (συνήθως) οξικό οξύ
     συνώνυμα: στυφός
  2. (για φρούτα) που δεν έχει ωριμάσει
     συνώνυμα: άγουρος
     αντώνυμα: γινωμένος, ώριμος
  3. που έχει αλλοιωθεί και ξινίζει
  4. (μεταφορικά) άνθρωπος που όλα τον ενοχλούν
     συνώνυμα: δύστροπος, στρυφνός
  5. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη ξινό
  6. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη ξινά

Εκφράσεις

  • μου βγήκε ξινό: κάτι που αρχικά ήταν ευχάριστο, αλλά είχε άσχημη κατάληξη
  • περσινά ξινά σταφύλια: κάτι που έχει παρέλθει κι έχει ξεχαστεί

Συγγενικά

  • ξινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξινο- στο Βικιλεξικό

 δείτε τις λέξεις ξίδι, όξος και οξύς

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Επίθετο

ξινός

  • άλλη μορφή του ὄξινος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.