ξινά

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ksiˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξινά

Ετυμολογία 1

ξινά < ξιν(ός) +

Επίρρημα

ξινά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ξινά
      γενική των ξινών
    αιτιατική τα ξινά
     κλητική ξινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ξινά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξινός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

ξινά ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (οικείο, φρούτο) τα εσπεριδοειδή φρούτα, όπως το λεμόνι, που έχουν ξινή γεύση
  2. (μεταφορικά) ερωτικά τερτίπια και απολαύσεις (συνήθως παράνομα και ασυνήθιστα)

Ετυμολογία 3

ξινά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ξινά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.