στυφός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυφός η στυφή το στυφό
      γενική του στυφού της στυφής του στυφού
    αιτιατική τον στυφό τη στυφή το στυφό
     κλητική στυφέ στυφή στυφό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυφοί οι στυφές τα στυφά
      γενική των στυφών των στυφών των στυφών
    αιτιατική τους στυφούς τις στυφές τα στυφά
     κλητική στυφοί στυφές στυφά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στυφός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στυφός < αρχαία ελληνική στύφω

Προφορά

ΔΦΑ : /stiˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στυφός

Επίθετο

στυφός, -ή, -ό

  1. που η γεύση του προκαλεί πρόσκαιρη ξηρότητα
  2. (μεταφορικά) που δημιουργεί άσχημα συναισθήματα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στύφω

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
στῡφο-
ονομαστική στυφός στυφή τὸ στυφόν
      γενική τοῦ στυφοῦ τῆς στυφῆς τοῦ στυφοῦ
      δοτική τῷ στυφ τῇ στυφ τῷ στυφ
    αιτιατική τὸν στυφόν τὴν στυφήν τὸ στυφόν
     κλητική ! στυφέ στυφή στυφόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στυφοί αἱ στυφαί τὰ στυφᾰ́
      γενική τῶν στυφῶν τῶν στυφῶν τῶν στυφῶν
      δοτική τοῖς στυφοῖς ταῖς στυφαῖς τοῖς στυφοῖς
    αιτιατική τοὺς στυφούς τὰς στυφᾱ́ς τὰ στυφᾰ́
     κλητική ! στυφοί στυφαί στυφᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στυφώ τὼ στυφᾱ́ τὼ στυφώ
      γεν-δοτ τοῖν στυφοῖν τοῖν στυφαῖν τοῖν στυφοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στυφός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στύφ(ω) + -ός

Επίθετο

στυφός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή), συγκριτικός:στυφότερος

Παράγωγα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη στύφω για θέματα με στυφ-, στυπ-, στυμ-

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.