ξινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξινάδα οι ξινάδες
      γενική της ξινάδας των ξινάδων
    αιτιατική την ξινάδα τις ξινάδες
     κλητική ξινάδα ξινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξινάδα < ξινός + -άδα

Ουσιαστικό

ξινάδα θηλυκό

  1. το να είναι κάτι ξινό, η ιδιότητα του ξινού
  2. η ξινίλα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.