δύστροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δύστροπος | η | δύστροπη | το | δύστροπο |
| γενική | του | δύστροπου | της | δύστροπης | του | δύστροπου |
| αιτιατική | τον | δύστροπο | τη | δύστροπη | το | δύστροπο |
| κλητική | δύστροπε | δύστροπη | δύστροπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δύστροποι | οι | δύστροπες | τα | δύστροπα |
| γενική | των | δύστροπων | των | δύστροπων | των | δύστροπων |
| αιτιατική | τους | δύστροπους | τις | δύστροπες | τα | δύστροπα |
| κλητική | δύστροποι | δύστροπες | δύστροπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δύστροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δύστροπος < δύσ- + τρόπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.stɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐στρο‐πος
- παλιότερος συλλαβισμός : δύσ‐τρο‐πος
Μεταφράσεις
Πηγές
- δύστροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δύστροπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δύστροπος | τὸ | δύστροπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυστρόπου | τοῦ | δυστρόπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυστρόπῳ | τῷ | δυστρόπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δύστροπον | τὸ | δύστροπον | ||
| κλητική ὦ! | δύστροπε | δύστροπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δύστροποι | τὰ | δύστροπᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυστρόπων | τῶν | δυστρόπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυστρόποις | τοῖς | δυστρόποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυστρόπους | τὰ | δύστροπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δύστροποι | δύστροπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυστρόπω | τὼ | δυστρόπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυστρόποιν | τοῖν | δυστρόποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δύστροπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύστροπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.