ώριμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ώριμος | η | ώριμη | το | ώριμο |
| γενική | του | ώριμου | της | ώριμης | του | ώριμου |
| αιτιατική | τον | ώριμο | την | ώριμη | το | ώριμο |
| κλητική | ώριμε | ώριμη | ώριμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ώριμοι | οι | ώριμες | τα | ώριμα |
| γενική | των | ώριμων | των | ώριμων | των | ώριμων |
| αιτιατική | τους | ώριμους | τις | ώριμες | τα | ώριμα |
| κλητική | ώριμοι | ώριμες | ώριμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ώριμος < αρχαία ελληνική ὥριμος < ὥρα (εποχή)
Επίθετο
ώριμος
- για καρπό που μπορεί πια να καταναλωθεί· ο γινωμένος
- για άτομο που ενεργεί με ωριμότητα, δηλαδή έχει συγκροτημένη προσωπικότητα και ισορροπημένη συμπεριφορά
- για τον πλήρως ανεπτυγμένο άνθρωπο που προσφέρεται για κάτι, αλλά και την κατάσταση ή ενέργεια που πληροί τις προϋποθέσεις για ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, π.χ.
- ο ώριμος, μεστός λόγος του, έπεισε το ακροατήριο
- ήταν πια ώριμες οι συνθήκες για την αλλαγή
- ήταν αρκετά ώριμη για να γίνει μητέρα
- για τον ενήλικα, αλλά συνήθως το άτομο που πλησιάζει ή ήδη ανήκει στη μέση ηλικία π.χ.
- ήρθε μια κυρία ώριμης ηλικίας
Εκφράσεις
- κατόπιν ωρίμου σκέψεως
- πέφτω σαν ώριμο φρούτο
- ώριμη σκέψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.