ξίνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξίνισμα τα ξινίσματα
      γενική του ξινίσματος των ξινισμάτων
    αιτιατική το ξίνισμα τα ξινίσματα
     κλητική ξίνισμα ξινίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξίνισμα < ξινίζω

Ουσιαστικό

ξίνισμα ουδέτερο

  1. η αλλοίωση του τροφίμου ή του ποτού, π.χ. του γάλακτος
  2. (οικείο) η δυσαρέσκεια ενός ατόμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.