ξίνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξίνισμα | τα | ξινίσματα |
| γενική | του | ξινίσματος | των | ξινισμάτων |
| αιτιατική | το | ξίνισμα | τα | ξινίσματα |
| κλητική | ξίνισμα | ξινίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξίνισμα < ξινίζω
Ουσιαστικό
ξίνισμα ουδέτερο
- η αλλοίωση του τροφίμου ή του ποτού, π.χ. του γάλακτος
- (οικείο) η δυσαρέσκεια ενός ατόμου
Μεταφράσεις
ξίνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.