ξυνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυνός | η | ξυνή | το | ξυνό |
| γενική | του | ξυνού | της | ξυνής | του | ξυνού |
| αιτιατική | τον | ξυνό | την | ξυνή | το | ξυνό |
| κλητική | ξυνέ | ξυνή | ξυνό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυνοί | οι | ξυνές | τα | ξυνά |
| γενική | των | ξυνών | των | ξυνών | των | ξυνών |
| αιτιατική | τους | ξυνούς | τις | ξυνές | τα | ξυνά |
| κλητική | ξυνοί | ξυνές | ξυνά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξυνός < ξινός (με παρετυμολόγηση από το οξύς)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ξυνός | ἡ | ξυνή | τὸ | ξυνόν |
| γενική | τοῦ | ξυνοῦ | τῆς | ξυνῆς | τοῦ | ξυνοῦ |
| δοτική | τῷ | ξυνῷ | τῇ | ξυνῇ | τῷ | ξυνῷ |
| αιτιατική | τὸν | ξυνόν | τὴν | ξυνήν | τὸ | ξυνόν |
| κλητική ὦ! | ξυνέ | ξυνή | ξυνόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ξυνοί | αἱ | ξυναί | τὰ | ξυνᾰ́ |
| γενική | τῶν | ξυνῶν | τῶν | ξυνῶν | τῶν | ξυνῶν |
| δοτική | τοῖς | ξυνοῖς | ταῖς | ξυναῖς | τοῖς | ξυνοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ξυνούς | τὰς | ξυνᾱ́ς | τὰ | ξυνᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ξυνοί | ξυναί | ξυνᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξυνώ | τὼ | ξυνᾱ́ | τὼ | ξυνώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ξυνοῖν | τοῖν | ξυναῖν | τοῖν | ξυνοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξυνός, -ή, -όν
Εκφράσεις
- ξυνά λέγω: μιλάω για το γενικό συμφέρον
Συγγενικά
- ξυνῇ / ξυνά: από κοινού, μαζί
Πηγές
- ξυνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξυνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Σημειώσεις
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.