γινωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γινωμένος | η | γινωμένη | το | γινωμένο |
| γενική | του | γινωμένου | της | γινωμένης | του | γινωμένου |
| αιτιατική | τον | γινωμένο | τη | γινωμένη | το | γινωμένο |
| κλητική | γινωμένε | γινωμένη | γινωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γινωμένοι | οι | γινωμένες | τα | γινωμένα |
| γενική | των | γινωμένων | των | γινωμένων | των | γινωμένων |
| αιτιατική | τους | γινωμένους | τις | γινωμένες | τα | γινωμένα |
| κλητική | γινωμένοι | γινωμένες | γινωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γινώνω, γινώνομαι
- γινομένος
Σύνθετα
Μεταφράσεις
γινωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.