ξινόγαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξινόγαλα | τα | ξινογάλατα |
| γενική | του | ξινογάλατος | των | ξινογαλάτων |
| αιτιατική | το | ξινόγαλα | τα | ξινογάλατα |
| κλητική | ξινόγαλα | ξινογάλατα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξινόγαλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξινόγαλα < ξινό- + -γαλα. Δείτε και το ελληνιστικό ὀξύγαλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈno.ɣa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐νό‐γα‐λα
Ουσιαστικό
ξινόγαλα ουδέτερο
- (ποτό) γάλα που με ειδική ζύμωση έχει αποκτήσει υπόξινη γεύση και παχύρρευστη υφή και πίνεται (απ’ όσους τούς αρέσει) ως δροσερό ρόφημα
- ※ θες και να καθόμουν στο πεζούλι, και να γευόμουν το ξινόγαλα και το κριθαρόψωμο (Τάκης Κομνηνού Παπατσώνης, Εκλογή 2, τόμος 1, Ίκαρος, 1975)
- ※ και το οποίο ήταν από τα λίγα μέρη , όπου πουλιόταν και ξινόγαλα (κεφίρ) , εξ' ού και το όνομά του (Κώστας Δ. Μπλιάτκας, Διονύσης Σαββόπουλος: υπόγεια διαδρομή, Ιανός Εκδόσεις, 1999, σελ. 168)
Συνώνυμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξινόγαλα < ξινό- + -γαλα
Πηγές
- ξινόγαλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.