acid

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

acid < γαλλική acide < λατινική acidus < aceo

Ουσιαστικό

acid (en)

Επίθετο

acid (en)

  1. (χημεία) όξινος
     συνώνυμα: acidic
  2. ξινός, όξινος (ως προς τη γεύση)
  3. (μουσική) για μουσικό είδος που αποτελεί παραλλαγή ή διαστρέβλωση προϋπάρχοντος είδους
    acid-rock



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

acid (ro) αρσενικό

Κλίση

Επίθετο

acid (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.