ξινόμηλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξινόμηλο | τα | ξινόμηλα |
| γενική | του | ξινόμηλου | των | ξινόμηλων |
| αιτιατική | το | ξινόμηλο | τα | ξινόμηλα |
| κλητική | ξινόμηλο | ξινόμηλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξινόμηλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ξινόμηλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
