ξινήθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξινήθρα | οι | ξινήθρες |
| γενική | της | ξινήθρας | — | |
| αιτιατική | την | ξινήθρα | τις | ξινήθρες |
| κλητική | ξινήθρα | ξινήθρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξινήθρα θηλυκό
- (φυτό) είδος αγριόχορτου με γεύση ξινή
- (μεταφορικά) ξινή γυναίκα, δύστροπη
Μεταφράσεις
ξινήθρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.