νόστιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νόστιμος η νόστιμη το νόστιμο
      γενική του νόστιμου της νόστιμης του νόστιμου
    αιτιατική τον νόστιμο τη νόστιμη το νόστιμο
     κλητική νόστιμε νόστιμη νόστιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νόστιμοι οι νόστιμες τα νόστιμα
      γενική των νόστιμων των νόστιμων των νόστιμων
    αιτιατική τους νόστιμους τις νόστιμες τα νόστιμα
     κλητική νόστιμοι νόστιμες νόστιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νόστιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νόστιμος (σχετικός με τον νόστο, την επιστροφή στην πατρίδα) ελληνιστική σημασία: ζουμερός, μεσαιωνική σημασία: νόστιμος < νόστος[1] < νόστος + -ιμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈno.sti.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νόστιμος

Επίθετο

νόστιμος, -η, -ο, συγκριτικός: νοστιμότερος, υπερθετικός:  νοστιμότατος

  1. αυτός που έχει πολύ ωραία γεύση
    το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο
     συνώνυμα: εύγευστος
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι αρκετά όμορφος ή χαριτωμένος
    η κοπελίτσα αυτή είναι πολύ νόστιμη

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις νοσταλγία και νόστος

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

νόστιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος + -ιμος

Επίθετο

νόστιμος

  1. νόστιμος
  2. ευχάριστος (στη γεύση, στην ακοή)
  3. (για χαρακτήρα, για πρόσωπα)
    1. προσηνής, καλοδιάθετος
    2. συνετός
    3. χαριτωμένος
  4. εκλεκτός

  • ὀνόστιμος

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ἀνοστάγρα
  • ἀνοστάδα
  • ἀνοστία, ἀνοστιά
  • ἀνοστίζω
  • ἄνοστος
  • γλυκονόστιμος
  • εὔνοστος, εὔμνοστος, ἔμνοστος, ὄμνοστος & συγγενικά
  • κατανόστιμος
  • κρινοτριανταφυλλόμνοστος
  • νόστιμα
  • νοστιμάδα
  • νοστιμεύω
  • νοστιμίζω
  • νοστιμόγλυκα
  • νοστιμότη
  • νοστιμοῦμαι
  • παγγλυκονοστίμευτος
  • πανεύνοστος, πανέμνοστος
  • παννόστιμος, πανονόστιμος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νόστιμος τὸ νόστιμον
      γενική τοῦ/τῆς νοστίμου τοῦ νοστίμου
      δοτική τῷ/τῇ νοστίμ τῷ νοστίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν νόστιμον τὸ νόστιμον
     κλητική ! νόστιμε νόστιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νόστιμοι τὰ νόστιμ
      γενική τῶν νοστίμων τῶν νοστίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς νοστίμοις τοῖς νοστίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νοστίμους τὰ νόστιμ
     κλητική ! νόστιμοι νόστιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νοστίμω τὼ νοστίμω
      γεν-δοτ τοῖν νοστίμοιν τοῖν νοστίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νόστιμος < νόστ(ος) + -ιμος[1] < νέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nes-

Επίθετο

νόστῐμος, -ος, -ον, συγκριτικός: νοστιμώτερος, υπερθετικός:  νοστιμώτατος

  1. που αφορά τον νόστο, την επιστροφή στην πατρίδα
    εκφράσεις: νόστιμον ἦμαρ
  2. που είναι ικανός να επιστρέψει στην πατρίδα, υγιής, ζωντανός
  3. (για φυτά) που δίνει μεγάλη παραγωγή
  4. θρεπτικός

Συγγενικά

  • ἀνόστιμος
  • νοστίζω
  • παλινόστιμος

 και δείτε τη λέξη νόστος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.