νοστιμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοστιμίζω < μεσαιωνική ελληνική νοστιμίζω < αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος < νέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nes-
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.stiˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐στι‐μί‐ζω
Ρήμα
νοστιμίζω
- (μεταβατικό) δίνω καλή γεύση, κάνω νόστιμο
- (αμετάβατο) γίνομαι νόστιμος
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) δίνω χάρη, κομψότητα
- (μεταφορικά) (αμετάβατο) αποκτώ χάρη, κομψότητα
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νοστιμίζω | νοστίμιζα | θα νοστιμίζω | να νοστιμίζω | νοστιμίζοντας | |
| β' ενικ. | νοστιμίζεις | νοστίμιζες | θα νοστιμίζεις | να νοστιμίζεις | νοστίμιζε | |
| γ' ενικ. | νοστιμίζει | νοστίμιζε | θα νοστιμίζει | να νοστιμίζει | ||
| α' πληθ. | νοστιμίζουμε | νοστιμίζαμε | θα νοστιμίζουμε | να νοστιμίζουμε | ||
| β' πληθ. | νοστιμίζετε | νοστιμίζατε | θα νοστιμίζετε | να νοστιμίζετε | νοστιμίζετε | |
| γ' πληθ. | νοστιμίζουν(ε) | νοστίμιζαν νοστιμίζαν(ε) |
θα νοστιμίζουν(ε) | να νοστιμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νοστίμισα | θα νοστιμίσω | να νοστιμίσω | νοστιμίσει | ||
| β' ενικ. | νοστίμισες | θα νοστιμίσεις | να νοστιμίσεις | νοστίμισε | ||
| γ' ενικ. | νοστίμισε | θα νοστιμίσει | να νοστιμίσει | |||
| α' πληθ. | νοστιμίσαμε | θα νοστιμίσουμε | να νοστιμίσουμε | |||
| β' πληθ. | νοστιμίσατε | θα νοστιμίσετε | να νοστιμίσετε | νοστιμίστε | ||
| γ' πληθ. | νοστίμισαν νοστιμίσαν(ε) |
θα νοστιμίσουν(ε) | να νοστιμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νοστιμίσει | είχα νοστιμίσει | θα έχω νοστιμίσει | να έχω νοστιμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νοστιμίσει | είχες νοστιμίσει | θα έχεις νοστιμίσει | να έχεις νοστιμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νοστιμίσει | είχε νοστιμίσει | θα έχει νοστιμίσει | να έχει νοστιμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νοστιμίσει | είχαμε νοστιμίσει | θα έχουμε νοστιμίσει | να έχουμε νοστιμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νοστιμίσει | είχατε νοστιμίσει | θα έχετε νοστιμίσει | να έχετε νοστιμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νοστιμίσει | είχαν νοστιμίσει | θα έχουν νοστιμίσει | να έχουν νοστιμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.