θρεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θρεπτικός | η | θρεπτική | το | θρεπτικό |
| γενική | του | θρεπτικού | της | θρεπτικής | του | θρεπτικού |
| αιτιατική | τον | θρεπτικό | τη | θρεπτική | το | θρεπτικό |
| κλητική | θρεπτικέ | θρεπτική | θρεπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θρεπτικοί | οι | θρεπτικές | τα | θρεπτικά |
| γενική | των | θρεπτικών | των | θρεπτικών | των | θρεπτικών |
| αιτιατική | τους | θρεπτικούς | τις | θρεπτικές | τα | θρεπτικά |
| κλητική | θρεπτικοί | θρεπτικές | θρεπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θρεπτικός < αρχαία ελληνική θρεπτικός
Επίθετο
θρεπτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη θρέψη, που περιέχει άφθονα στοιχεία για τη θρέψη
- (κατ’ επέκταση) σχετικός με τη θρέψη
Συγγενικά
- θρεπτικά
- θρεπτικότητα
- → δείτε τη λέξη θρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.