θρεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρεπτικός η θρεπτική το θρεπτικό
      γενική του θρεπτικού της θρεπτικής του θρεπτικού
    αιτιατική τον θρεπτικό τη θρεπτική το θρεπτικό
     κλητική θρεπτικέ θρεπτική θρεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρεπτικοί οι θρεπτικές τα θρεπτικά
      γενική των θρεπτικών των θρεπτικών των θρεπτικών
    αιτιατική τους θρεπτικούς τις θρεπτικές τα θρεπτικά
     κλητική θρεπτικοί θρεπτικές θρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θρεπτικός < αρχαία ελληνική θρεπτικός

Επίθετο

θρεπτικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στη θρέψη, που περιέχει άφθονα στοιχεία για τη θρέψη
  2. (κατ’ επέκταση) σχετικός με τη θρέψη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.