καλοδιάθετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοδιάθετος | η | καλοδιάθετη | το | καλοδιάθετο |
| γενική | του | καλοδιάθετου | της | καλοδιάθετης | του | καλοδιάθετου |
| αιτιατική | τον | καλοδιάθετο | την | καλοδιάθετη | το | καλοδιάθετο |
| κλητική | καλοδιάθετε | καλοδιάθετη | καλοδιάθετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοδιάθετοι | οι | καλοδιάθετες | τα | καλοδιάθετα |
| γενική | των | καλοδιάθετων | των | καλοδιάθετων | των | καλοδιάθετων |
| αιτιατική | τους | καλοδιάθετους | τις | καλοδιάθετες | τα | καλοδιάθετα |
| κλητική | καλοδιάθετοι | καλοδιάθετες | καλοδιάθετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
καλοδιάθετος
- κάποιος που επιδεικνύει καλή διάθεση ή που συνήθως έχει καλή διάθεση
- ※ Ἡ Μαριγούλα ἤτανε τώρα σπίτι της ἡ μητέρα. Ταπεινὴ κι’ ἀπερηφάνευτη, μὰ ἄρχοντικιὰ καὶ καλοδιάθετη. (Μια_νύχτα_στον_κάμπο, Αιμιλία Δάφνη, Σελ. 74-77, τ.2, Έτος Α΄ (1 Μαΐου 1927) του περιοδικού «Νέα Εστία» )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.