αρκετά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ceˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐κε‐τά
Επίρρημα
αρκετά (ποσοτικό επίρρημα)
- ικανοποιητικά
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αρκετά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρκετός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.