νόστιμο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νόστιμο

  1. αιτιατική ενικού του νόστιμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νόστιμος

Εκφράσεις

* νόστιμό μου: όμορφό μου (κορίτσι ή αγόρι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.