υγιής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγιής η υγιής το υγιές
      γενική του υγιούς* της υγιούς του υγιούς
    αιτιατική τον υγιή την υγιή το υγιές
     κλητική υγιή(ς) υγιής υγιές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγιείς οι υγιείς τα υγιή
      γενική των υγιών των υγιών των υγιών
    αιτιατική τους υγιείς τις υγιείς τα υγιή
     κλητική υγιείς υγιείς υγιή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υγιής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑγιής

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ʝiˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγιής

Επίθετο

υγιής -ής -ές

  1. που δεν ασθενεί σωματικά ή ψυχικά
    οι εξετάσεις δεν έδειξαν τίποτα, είναι καθ' όλα υγιής
  2. (μεταφορικά) που είναι απαλλαγμένος από κάθε μορφής νοσηρότητα, που συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του ατόμου και του συνόλου
    υγιής τρόπος σκέψης

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.