εὔνοστος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
εὔνοστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὔνοστος, Εὔνοστος (θηλυκό ουσιαστικό). Συγχρονικά αναλύεται σε εὔ- (εὖ) + αρχαία ελληνική νόστος
Συγγενικά
- εὔνοστα
- εὐνοστάδα
- εὐνοσταίνω
- εὐνοστία, ἐμονστιά
- εὐνοστοαναλίβαδον, εὐνοστολίβαδον, 'μνοστολίβαδον
- εὐνοστολογία
- εὐνοστοσύνη
- εὐνοστότητα, ἐμονστότητα
- εὐνοστότητα, ἐμονστότητα
- εὐνοστοπία, εὐμνοστότητα
- εὐνοστούτσικος, ἐμονστούτσικος
- κρινοτριανταφυλλόμνοστος
- πανέμνοστα
- πανεύνοστος, πανέμνοστος
→ και δείτε τη λέξη νόστιμος
Πηγές
- μονοτονικό εύνοστος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.