εὔνοστος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

εὔνοστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὔνοστος, Εὔνοστος (θηλυκό ουσιαστικό). Συγχρονικά αναλύεται σε εὔ- (εὖ) + αρχαία ελληνική νόστος

Επίθετο

εὔνοστος

  1. συνώνυμο του νόστιμος
  2. ευχάριστος
  3. κατάλληλος

Συγγενικά

  • εὔνοστα
  • εὐνοστάδα
  • εὐνοσταίνω
  • εὐνοστία, ἐμονστιά
  • εὐνοστοαναλίβαδον, εὐνοστολίβαδον, 'μνοστολίβαδον
  • εὐνοστολογία
  • εὐνοστοσύνη
  • εὐνοστότητα, ἐμονστότητα
  • εὐνοστότητα, ἐμονστότητα
  • εὐνοστοπία, εὐμνοστότητα
  • εὐνοστούτσικος, ἐμονστούτσικος
  • κρινοτριανταφυλλόμνοστος
  • πανέμνοστα
  • πανεύνοστος, πανέμνοστος

 και δείτε τη λέξη νόστιμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.