νοσταλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσταλγία οι νοσταλγίες
      γενική της νοσταλγίας των νοσταλγιών
    αιτιατική τη νοσταλγία τις νοσταλγίες
     κλητική νοσταλγία νοσταλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσταλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nostalgie < αρχαία ελληνική νόστος (=επιστροφή) + ἄλγος (=πόνος)

Ουσιαστικό

νοσταλγία θηλυκό

  • το να θυμάμαι κάτι από το παρελθόν που μου άρεσε

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.