ανοσταίνω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ανοσταίνω
<
άνοστος
Ρήμα
ανοσταίνω
(
μεταβατικό
)
κάνω κάτι
άνοστο
, το κάνω να χάσει τη
γεύση
του
(
αμετάβατο
)
γίνομαι
άνοστος
, χάνω τη
γεύση
μου
Ταυτόσημο
ανοστεύω
ανοστίζω
Αντώνυμα
νοστιμεύω
Μεταφράσεις
ανοσταίνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.