μητέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μητέρα | οι | μητέρες |
| γενική | της | μητέρας | των | μητέρων |
| αιτιατική | τη | μητέρα | τις | μητέρες |
| κλητική | μητέρα | μητέρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μητέρα < αρχαία ελληνική μήτηρ (μέσω της αιτιατικής τὴν μητέρα) < πρωτοελληνική *mā́tēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈte.ɾa/
Ουσιαστικό
μητέρα θηλυκό
- (οικογένεια) γυναίκα που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
- συνήθης χαρακτηρισμός της πεθεράς από τον γαμπρό ή τη νύφη της
- -Μητέρα, θα ήθελα να πάψετε επιτέλους να αναμιγνύεστε τόσο πολύ.
- (μεταφορικά) γυναίκα ή φορέας ή ιδέα που βοηθά στη γέννηση ιδεών ή πραγμάτων ή που φροντίζει κάποιους ως μητέρα χωρίς να είναι συγγενής ή ούτε καν πρόσωπο
- μητέρα των ορφανών του εμφυλίου ήταν η UNICEF
- η μητέρα πατρίδα, η μητέρα φύση
- (μεταφορικά) αυτός ή αυτή που αποτελεί τον πρώτο του είδους του ή βοηθά στη γέννηση ιδεών, προσώπων, πραγμάτων
- η πρωτοινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα
- μητέρα του θεάτρου θεωρείται η αρχαία τραγωδία
- η μητέρα της μάθησης είναι η επανάληψη
- αυτός ή αυτή που αποτελεί χαρακτηριστικό ή πολύ έντονο δείγμα ενός συνόλου
- μητέρα των μαχών (πολύ μεγάλη μάχη, συγκλονιστική, κρίσιμη)
Σύνθετα
- Δήμητρα (Δα αντί Γη + μήτηρ)
- μητριαρχία
- μητρόθεν
- μητροκτόνος
- μητρόπολη
- → δείτε τη λέξη μητρο-
-
μητέρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μητέρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.