μητρώο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μητρώο τα μητρώα
      γενική του μητρώου των μητρώων
    αιτιατική το μητρώο τα μητρώα
     κλητική μητρώο μητρώα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητρώο < αρχαία ελληνική Μητρῷον (ονομασία ναού της Δήμητρας ή της Κυβέλης στην αρχαία Αθήνα, όπου φυλάσσονταν τα κρατικά αρχεία)[1], ουδέτερο του μητρῷος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική matricule) <  και δείτε τη λέξη μήτηρ < πρωτοελληνική *mā́tēr πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈtɾo.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητρώο

Ουσιαστικό

μητρώο ουδέτερο

  1. το επίσημο βιβλίο στο οποίο αναγράφονται ονόματα προσώπων καθώς και στοιχεία σχετικά μ’ αυτά
    ποινικό μητρώο, φορολογικό μητρώο, στρατολογικό μητρώο
  2. (πληροφορική) registry: το αρχείο που είναι μία βάση δεδομένων όπου διατηρούνται όλες οι ρυθμίσεις του λειτουργικού συστήματος των Microsoft Windows και των εφαρμογών που εγκαθίστανται [2]

Πολυλεκτικοί όροι

  • μητρώο αρρένων [3]
  • ποινικό μητρώο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μητρώο [4]

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μητρώος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μητρώος

Αναφορές

  1. μητρώο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Τι είναι το registry στα Windows?. Πρόσβαση 2021-06-17.
  3. μητρώο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. μητρώος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.