μήτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μήτρα | οι | μήτρες |
| γενική | της | μήτρας | των | μητρών |
| αιτιατική | τη | μήτρα | τις | μήτρες |
| κλητική | μήτρα | μήτρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σπουδές του εμβρύου στη μήτρα, Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519)

πήλινη μήτρα ρωμαϊκών νομισμάτων (308–320 μ.Χ.), Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης
Ετυμολογία
- μήτρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μήτρα < μήτηρ
- σημασία «καλούπι» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική matrice [1]
Ουσιαστικό
μήτρα θηλυκό
- (ανατομία) μυώδες κοίλο όργανο του γεννητικού συστήματος των γυναικών που βρίσκεται στη λεκάνη ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και το ορθό έντερο· στα τοιχώματά της προσκολλάται το γονιμοποιημένο ωάριο και στη συνέχεια στο εσωτερικό της αναπτύσσεται το έμβρυο μέχρι τη γέννησή του.
- ※ Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 )
- (στην πλαστική, τη χαρακτική ή τη μεταλλουργία) το καλούπι
- ↪ Οι μήτρες των πρώτων χαρτονομισμάτων φυλάσσονται στο μουσείο.
- (μεταφορικά) ο χώρος όπου διαμορφώνονται ιδέες, αξίες, πολιτισμοί κ.λπ. που στη συνέχεια διαδίδονται και αποκτούν καθολική ακτινοβολία
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μήτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.