μητρόπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρόπολη οι μητροπόλεις
      γενική της μητρόπολης* των μητροπόλεων
    αιτιατική τη μητρόπολη τις μητροπόλεις
     κλητική μητρόπολη μητροπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μητροπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μητρόπολη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μητρόπολις (μήτηρ + πόλις).[1] Μορφολογικά, μητρό- + -πολη

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈtɾo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μητρόπολη

Ουσιαστικό

μητρόπολη

  1. (αρχαία ιστορία) η πόλη που ίδρυε μια αποικία
  2. μεγάλη πόλη που αποτελεί κέντρο της οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής ζωής
      Στην Αθήνα, τόνισε υψώνοντας λίγο τη φωνή της, λες κι η Αθήνα ήτανε η μητρόπολη του πολιτισμένου κόσμου. (Σώτη Τριανταφύλλου (2000). Το εργοστάσιο των μολυβιών [μυθιστόρημα])
  3. (χριστιανισμός)
    1. εκκλησιαστική περιφέρεια που διοικείται από επίσκοπο, ο οποίος φέρει τον τίτλο του μητροπολίτηαρχιεπισκόπου)
    2. ο κεντρικός ναός μιας πόλης στην οποία εδρεύει ένας μητροπολίτης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.